ἀναπεπταμένων

ἀναπεπταμένων
ἀναπεπταμένος
explicitly
fem gen pl
ἀναπεπταμένος
explicitly
masc/neut gen pl
ἀναπετάννυμι
spread out
perf part mp fem gen pl
ἀναπετάννυμι
spread out
perf part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… …   Dictionary of Greek

  • φοβία — η, Ν (ιατρ. ψυχολ.) παράλογος φόβος για ένα σαφώς καθορισμένο αντικείμενο, μια κατάσταση ή ένα πρόσωπο, φόβος τού οποίου τον αδικαιολόγητο χαρακτήρα αναγνωρίζει ο ασθενής αλλά δεν μπορεί να απαλλαγεί από αυτόν και ο οποίος αποτελεί συνήθως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”